4/2/24

Ο ΜΟΤΣΑΡΤ

    "Λάβετε θέσεις! Έτοιμοι; ΜΠΑΜ!"  Ο αγώνας των εκατό μέτρων ξεκίνησε, οι αθλητές έφτασαν στον τερματισμό, όμως ο αφέτης μ' ένα απλανές βλέμμα κοιτούσε το κενό. Ο ήχος από τα χειροκροτήματα του κοινού κατέκλυσε το στάδιο αλλά μοναχά ο απόηχος του πιστολιού εκκίνησης πλανιόταν στο μυαλό του. Ταυτόχρονα, σε κάθε ΜΠΑΜ, ξεπεταγόταν σαν σφαίρα μέσα από τις μαύρες τρύπες του ασυνείδητου, κι από ένα υπαρξιακό ερώτημα.

"Ποιός είμαι;"

"Τί θέλω απ' τη ζωή μου;"

"Αυτές τις τρείς λέξεις πόσες χιλιάδες φορές τις έχω πει;"

"Και γιατί μου φαίνονται ξαφνικά τόσο ξένες;"

   Στην επιστροφή για το σπίτι του, ένιωθε τα ερωτήματα αυτά, να έχουν διογκωθεί πιέζοντας το κρανίο του από όλες τις πλευρές σαν να 'θελαν να φυτρώσουν πάνω στο κεφάλι του. Να κάνουν έναν αγκαθωτό κήπο αμείλικτων ερωτήματων, όσες κι οι τρίχες της κεφαλής του. Δεν έφτανε μόνο αυτό αλλά ήταν μόνος στη ζωή, ένιωθε μόνος, ανίκανος να εκφραστεί μιας και το λεξιλόγιό του είχε συρρικνωθεί σημαντικά. Βρέθηκε σε μια σκοτεινή ατραπό κι όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα, έλαβε τη θέση του στην καρέκλα του τραπεζιού της κουζίνας, πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα ακούστηκε το τελευταίο ΜΠΑΜ της ζωής του, αυτή τη φορά όχι από πιστόλι αγώνων.

   Ο πυροβολισμός ξεσήκωσε τη γειτονιά κι όταν έφθασε η αστυνομία κατάλαβαν όλοι τί είχε συμβεί. Τα πηγαδάκια έδιναν και έπαιρναν, τα κουτσομπολιά, οι λεπτομέρειες της ζωής του αυτόχειρα, οι φανταστικές λεπτομέρειες των γειτόνων του, όμως κανείς δεν είχε στενή σχέση μαζί του κι έτσι διψούσαν να μάθουν κάτι παραπάνω γι' αυτόν. Έλεγαν ότι ήταν στεναχωρημένοι και όλοι προσπαθούσαν να βρουν έναν καλό λόγο να πουν παρ' όλο που τέλειωναν τις φράσεις τους με την επωδό "... αν και ήταν λίγο μαλάκας". Όταν ο αστυνομικός ρώτησε αν γνωρίζουν το όνομά του, ένα κοριτσάκι είπε: "Μότσαρτ"

   Όταν ήταν μικρός ο Μότσαρτ έχαιρε μεγάλης φροντίδας απ' τους γονείς του, οι οποίοι τον θεωρούσαν σπουδαίο ταλέντο σε ότι κι αν προσπαθούσε. Όμως η αλήθεια απείχε παρασάγγας απ' τις πεποιθήσεις τους. 

   Ο δάσκαλος του Καράτε επειδή είχε καταλάβει ότι δεν θα έβγαζε άκρη μ' αυτούς, ειδικά με τον πατέρα, είχε προσπαθήσει με ευγενικό τρόπο και πλάγια μέσα να τους δείξει ότι πρέπει να σταματήσει την ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες. Όμως ο πατέρας συνέχιζε να πηγαίνει να παρακολουθεί τις προπονήσεις δίνοντας κι αυτός οδηγίες παράλληλα με τον δάσκαλο. Τον χαιρετούσε κάθε φορά με χειραψία και ρωτούσε επανειλλημένως πότε θα 'ναι έτοιμος ο μικρός να λάβει μέρος σε αγώνες.

  "Να δέσει το σώμα του λίγο. Είναι μικρούλης ακόμα" έλεγε ο δάσκαλος. Όταν όμως η πίεση είχε γίνει αφόρητη τον συμπεριέλαβε στην αποστολή ενός τοπικού αγώνα με παιδιά της πόλης αλλά η υπερηφάνεια του πατέρα δεν άφησε τον μικρό να λάβει μέρος λέγοντας ότι το επίπεδο στα τοπικά είναι χαμηλό και δεν αντιστοιχεί στις δυνατότητες του παιδιού του. Ο Λεοπόλδος, έτσι λεγόταν ο πατέρας, ίσως μέσα του γνώριζε την πραγματικότητα αλλά δεν ήθελε να την διατυπώσει με μια ευτελή φράση όπως "Ναι, ξέρω, ο μικρός δεν τα καταφέρνει. Ίσως θα πρέπει να σταματήσει τα Καράτε".

   Αυτή τη φράση, αλλάζοντας την τελευταία λέξη κατά περίπτωση, περιμένε ν' ακούσει ο δάσκαλος του καράτε, η δασκάλα του πιάνου, το φροντιστήριο των αγγλικών, οι πρόσκοποι και οποιοσδήποτε ερχόταν σ' επαφή μ' αυτήν την οικογένεια. Ο μικρός κρυφογελούσε με την επιμονή και την αυτοπεποίθηση του πατέρα και εκμεταλευόταν κάθε ευκαιρία για να κάνει τα δικά του.

  Η σχέση του με τη μουσική ήταν καταστροφική και σημαδιακή για την υπόλοιπη ζωή του. Όποτε έκανε μαθήματα με την πιανίστα, την ωθούσε σε επαναλαμβανόμενα ρεσιτάλ υπομονής. Την ώρα που έπαιζε σταματούσε για να ξύσει τη μύτη του, τοποθετούσε ανάποδα τις παρτιτούρες χωρίς να το καταλαβαίνει, έπαιζε μία νότα το λεπτό κι ύστερα κοιτούσε τα χαρτιά με απορία γιατί στο τρίτο λεπτό είχε χαθεί. Η γυναίκα, πριν κλειστεί στην ψυχιατρική κλινική, είχε περάσει από διαφορετικές φάσεις νευρασθένειας. Αρχικά σηκωνόταν απ' το πιάνο και κάπνιζε στην κουζίνα αρειμανίως κι όταν ο μικρός της φώναζε "Καλά το έπαιξα κυρία;" αυτή ούρλιαζε "Πάρα πολύ καλά". Μετά αποδεχόμενη την μοίρα της, καθόταν όλη την ώρα δίπλα του σκυμμένη. "Καλά το έπαιξα κυρία;" ξαναρωτούσε ο μικρός αλλά δεν λάμβανε καμία απάντηση. Σε κάποιο μάθημα, με το που άνοιγε ο μικρός το καπάκι, η δασκάλα με μια απότομη κίνηση το έκλεινε κι ύστερα χωρίς να τον κοιτάζει γελούσε με μια τρομακτική απάθεια βλέπωντας τον εαυτό της στο μαύρο ξύλο του οργάνου χωρίς το παραμικρό βλεφάρισμα για πολλά λεπτά. Τότε, ο μικρός ένιωσε κάτι, για πρώτη φορά στη ζωή του. Τρόμαζε από τα κτυπήματα του καπακιού και κατουρήθηκε πάνω του παρατηρώντας κάποια στιγμή το χαμένο βλέμμα της δασκάλας του. Μετά, ακούστηκε κάτι σαν γκάρισμα. Ήταν τ' αναφιλητά του. Στο επόμενο, η δασκάλα έλειπε απ' το σπίτι. "Νευρικός κλονισμός" είπε η γειτόνισσα στους δύο Μότσαρτ. Αυτοί γέλασαν μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα της. Δεν είχαν ξανακούσει τέτοιες λέξεις. Καθώς επέστρεφαν σπίτι, ο μπαμπάς Μότσαρτ έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Το κακό όμως είχε συντελεστεί. Ο μικρός ήταν ήδη μαλάκας. 

  
  Μετά από χρόνια, όταν ο Μότσαρτ πήγε στο στάδιο να δει αγώνες στίβου κι άκουσε το πιστόλι εκκίνησης, οι μνήμες του ανακατώθηκαν, με αποτέλεσμα αυτές που ήταν από κάτω να βρεθούν από πάνω. Ο ήχος του απότομου κλεισίματος του καπακιού είχε εισχωρήσει στο ασυνείδητό του κι η δόνησή του δεν σταμάτησε ποτέ. Φωτισμένος από την αλήθεια αυτή, άκουγε ξάφνου, κρυφά καπάκια φανταστικών πιάνων που κατασκευάστηκαν αυτόματα εντός του, να χτυπάνε σε άτακτα χρονικά διαστήματα μέχρι που συντονίστηκαν και γέννησαν έναν μεγάλο κρουστό ήχο που σαν θριαμβευτής διέλυσε όλα τα προστατευτικά του ασυνείδητου, και ξεχύθηκε στο συνειδητό καταλαμβάνοντας όλη την επικράτεια. Αυτό ώθησε τον Μότσαρτ να σηκωθεί από την θέση του και να αναφωνήσει θριαμβευτικά προς όλους: "Αυτό είναι. Ακούτε; ΛΑΒΕΤΕ ΘΕΣΕΙΣ! ΕΤΟΙΜΟΙ; ΜΠΑΜ". 

.......

13/1/24

Ο ΜΠΕΤΟΒΕΝ

    Μια φορά κι έναν καιρό, ο Μπετόβεν με τον μπαμπάκα του πήγανε στα πρόβατα. Ο Μπετόβεν με νοήματα, γιατί ήταν μουγγός, έδειξε ότι ήθελε ν' αρμέξει τα ζώα.  Όμως ο πατέρας του αρχικά ήταν ανένδοτος επειδή δεν του 'χε εμπιστοσύνη έτσι ατζαμής και καμπούρης που ήταν. Με τα πολλά όμως τον λυπήθηκε και του το επέτρεψε. Ο μικρός το καταχάρηκε, κι αυτό συγκίνησε τον πατέρα που σχεδόν δάκρυσε σκεφτόμενος 

"έχει γίνει πλέον άντρας, λεβέντης ολόκληρος κι εγώ του φέρομαι ακόμα σαν μικρό παιδί. Αυτός θα είναι το στήριγμά μου και δείχνει μεγάλη προθυμία για τις δουλειές. Δεν πρέπει να μαι άδικος μαζί του"

  Αμέσως ο μικρός έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά αλλά επειδή ήταν άτεχνος και απότομος σε λίγη ώρα άρχισαν οι προβατίνες να διαμαρτύρονται και να προσπαθούν να αποδράσουν απ' τα χέρια του. Ο πατέρας του για μιας ξέχασε ό,τι σκεφτόταν λίγα λεπτά πριν και τρέχοντας προς το μέρος του τού έριξε δυο σφαλιάρες με αποτέλεσμα να προσγειωθεί η κεφάλα του μέσα στον κουβά με το γάλα.

  - Δε σου 'χω πει ρε μπετόβλακα πώς πρέπει ν' αρμέγεις; Τα ζώα τώρα πονάνε και δε θα κατεβάζουν άλλο. Φύγε από μπρος μου.

   Όταν σηκώθηκε ο μικρός έκανε να τρέξει κι εκεί έφαγε και μια κλωτσιά, η οποία τον εκνεύρισε υπερβολικά. Κατευθύνθηκε τρέχοντας προς το χωριό κι όταν έφτασε στο σπίτι διοχέτευσε όλο τον θυμό του στο να γράψει την ενάτη συμφωνία του. Δεν έφαγε και δεν κατάλαβε πότε γύρισε ο πατέρας του, πότε βράδιασε και πότε ξημέρωσε ο κόσμος. Τελικά τα ξημερώματα, αποκαμωμένος κοιμήθηκε πάνω στις παρτιτούρες του τελευταίου μέρους.

   Μόλις που 'χε αποκοιμηθεί, μπούκαρε ο μπαμπάκος του στο δωμάτιο για να τον ξυπνήσει. Ήταν όμως τόσο εξουθενωμένος που δεν κατάλαβε τίποτα απ' τις φωνές του. Ο πατέρας του είδε τις παρτιτούρες και έγινε έξω φρενών. Τις πήρε και τις έδωσε στις αίγες να τις φάνε.

   Μετά από τρείς ώρες ξύπνησε ο μουγγός Μπετόβεν και σαν τρελός γύρευε τα χειρόγραφά του. Αμέσως έτρεξε στο χειμαδιό όπου διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πατέρα του ο οποίος του ανταπάντησε

 - Πρώτα γράφουμε την πρώτη συμφωνία, μετά την δεύτερη, έπειτα την τρίτη, κατόπιν την τέταρτη, ύστερα την πέμπτη, μετά και μετά την έκτη, αν έχει πάει καλά μέχρι εκείνη τη στιγμή συνθέτουμε την έβδομη, σχεδιάζουμε την όγδοη και την καθαρογράφουμε και στο τέλος γράφουμε την ένατη. Δεν ξεκινάμε απ' την ένατη συμφωνία. Γι' αυτό θα κοιμάσαι στο στάβλο για ένα μήνα.

    Το επόμενο πρωί όταν έφτασε ο μεγάλος Μπετόβεν στον σταύλο είδε όλα τα ζώα να είναι έξω, άυπνα, με μύξες στο στόμα και σε απόσταση βολής απ' τα ροχαλητά του μικρού Μπετόβεν. Ο μεγάλος Μπετόβεν πήρε την κατσούνα του και μπήκε στον σταύλο έξαλλος για μια ακόμη φορά. Έριξε τρεις κατσουνιές στον μικρό που κοιμόταν στ' άχερα ξυπνώντας τον. Του είπε

  - Βρε ανεπρόκοπο ντουγάνι, όλα τα ζώα είναι έξω κρυωμένα κι εσύ ροχαλίζεις σα βόδι. Άμε να τα μαζέψεις και να τα ταΐσεις. 

   Ο μικρός απ' τον φόβο του κατουρήθηκε πάνω του αλλά κατάφερε μετά από δυο ώρες να μαζέψει όλα τα ζώα μέσα στο μαντρί. Όταν κάτσανε να φάνε, ο μεγάλος που είχε ηρεμήσει τον νουθέτησε

  - Από 'δω και πέρα θ' αφήσεις τις μουσικές και τις μαλακίες και θ' ασχολείσαι μόνο με την ποιμενική ζωή. Ακούς; Σ' αγαπώ. Γι' αυτό σε δέρνω. Για να γίνεις άνθρωπος. Μόνο έτσι θα στρώσεις. Και θα βγάλεις απ' το μυαλό σου τη Λεονόρα, αφού βρε κακομοίρη έτσι που είσαι, γυναίκα δεν πρόκειται να βρείς. 

  Μετά έβαλε στοργικά το χέρι του στο κεφάλι του μικρού και συνέχισε πιο μαλακά

 - Θα γίνεις πολύ καλός βοσκός. Άσε τ' άλλα για τους άλλους.

   Και μετά του ριξε μια γροθιά στην καμπούρα.

 Τότε,  άξαφνα, τα μάτια του μικρού έλαμψαν από μια σπίθα που γεννήθηκε εντός του. Είχε φωτιστεί. Αυτή η στιγμή ήταν σαν μια αναγέννηση, κι έτσι έστρωσε, καταλάγιασε, κι εξελίχθηκε σ' έναν ζηλευτό βοσκό.

 

.......

27/6/23

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ


Πίνουμε καφέ
σε μαγαζιά αγνώστων
Άνθρωποι πηγαίνουν κι έρχονται
Σερβιτόροι φεύγουν
Και δε γυρίζουν πίσω πια
Εσπρέσο καυτοί
Στο πλαστικό
Μια ματαίωση - από χρόνια
Το τίμημα
του κόσμου που αλλάζει
Είναι ο κόσμος
Ο ίδιος

.......

4/3/23

ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ

Χώρα που καταρρέει με χαμόγελα
παράξενων ηλίθιων σκουπιδιών
με φώτα παρελάζουνε, με χρώματα
στους δέκτες των χαμένων πολιτών

*~*~*

Χώρα που καταρρέει, πόρνη ανήλικη
νταβάδες σε δουλεύουνε καιρό
με προπαγάνδα με μυαλών πλυσίματα
πουλάν τη γη πουλάν και το νερό

*~*~*

Χώρα που καταρρέει, μόνη αλήθεια σου
η δυσοσμία κι η αποφορά
πτωμάτων που καιρό μείνανε άταφα
του άθλιου καναπέ τους η βορά
.......

14/1/23

Θλιβερές μελετώντας σελίδες

όνειρα είπα να γράψω κι εγώ

μα όνειρα τσακισμένες σανίδες

δεν ξανοίγονται σ' ωκεανό

 

Των καιρών η πηχτή παραζάλη

η σπατάλη και το βουητό

δε φωτίσαν ποτέ μια λωρίδα

στον βαρύ μας σταχτί ουρανό

 

Η ελπίδα μας πάλι στα αστέρια

στο άγνωστο ριζικό που πλανά

λίγη σκόνη χρυσή στην παλάμη 

για να αρχίσει η μέρα ξανά

.......

21/11/22

Τα μέσα

χτυπανε με όλα τα μέσα

για την πανάκριβη διδασκαλία του λάθους

αδέλφια τρώνε αδελφούς

για να ψηλώσει το βουνό με χρυσάφι

πάντα έτσι θα ΄ναι, πάντα

το ένα τέλος θα φέρνει το άλλο τέλος

η μία πόλη θα γκρεμίζει την άλλη πόλη

και στο βάθος  μια κρυφή μουσική

ακατανόητη

θα δονεί τις χορδές της σε σύμπαντα άπιαστα

.......

20/2/22

Ο Τζένγκις Χαν και το Σινικό τείχος

                       I

Ο Τζένγκις Χαν ήταν περίλυπος 

ώσπου αντίκρυσε το Σινικό τείχος

Τότε κατάλαβε τί έπρεπε να πράξει,

τα πόδια του πλέον δεν πατούσαν στη γη


                      ΙΙ

Το Σινικό τείχος δεν γνώριζε

γιατί είχε υψωθεί

ώσπου αντίκρυσε τον Τζένγκις Χαν

Τότε τα θεμέλια του

μπήξανε πιο βαθιά στη γη

.......

10/12/21

Η κατάντια της ΕΡΤ.

 

Η κατάντια της κοινωνίας.

 

Η κατάντια των φίλων μου. 

 

 

. And here is the rest of it.

.......

24/8/21

ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΤΗΣ ΠΟΥΛΙΑ

Σφίγγει τόσο

που φτάνει και στ' όνειρο

η εκτροπή αυτή τη φορά

δε θα αργήσει

Η νύχτα με τα άσπρα της πουλιά

χαράζει δρόμους αληθινότερους απ' τη μέρα

Κανείς δε μιλάει πια γι' αυτά,

τα δικά μας

Το γαλάζιο φως μας τύφλωσε

Το φως της νύχτας στις γωνίες

άχρηστο περιττό

Φαύλες γενεές

αφήσατε το φεγγάρι

και ξέπεσε στην τύχη

.......

5/6/21

ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΙ

Θορυβημένοι απ' την οχλοβοή

βγήκαν απ' τις βίλες τους

κομψοί και ευπρεπώς ενδεδυμένοι

υποδεικνύοντας στα εκτελεστικά όργανα τους διαδηλωτές

Είπαν (σε άπταιστα Αγγλικά με Βρετανική προφορά) :

"Release the hounds"

Έπειτα κλείστηκαν στα ιδιαίτερα δωμάτιά τους

ρουφώντας την κοκαΐνη τους

ενώ οι θρασύδειλοι υποτακτικοί τους

στα υπόγεια

με το χαμόγελο στα χείλη

βίαζαν ανήλικα απ' την Νοτιοανατολική Ασία

καθώς οι Ταλιμπάν απαγόρευαν την μουσική στο Αφγανιστάν

...

Όχι δεν μιλάω για την Ελλάδα



The Pillars of Society, 1926 by George Grosz (1893-1959, Germany) | |  WahooArt.com 

The pillars of society, 1926 by George Grosz (1893-1959) 

.......

10/4/21

ΑΣΤΡΑ ΜΑΥΡΑ

Στο Νεφέλωμα του Αετού

οι Πυλώνες της Δημιουργίας

κατέρρευσαν

 

Στης ψυχής μου

γεννιούνται άστρα μαύρα

ξανά και ξανά

 

Τα μάτια σου με κατακλύζουν

.......

27/3/21

ΤΟ ΝΤΟΥΓΑΝΙ ΣΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ

Αν είχα μια βαλλίστρα,

θα έριχνα τα βέλη μου στον Παρθενώνα 

να τον γκρεμίσω συθέμελα

Μια προσδοκία προφανώς γελοία

"Δεν πέφτουν με τα βέλη Παρθενώνες"

θα πουν ανάμεσα στα χάχανα

 

Θα γελούσα με τ' αστεία τους

ανακοινώνοντας:

"Άδειασε η φαρέτρα μου"

Τότε,

θα έτρεχα απρόσκοπτα

με ζέση και μανία

να τα μαζέψω μέχρι ενούς

ανάμεσα σε πέτρες και Κινέζους

τρώγοντας καρπαζιές απ' τις φυλές του κόσμου

Δε θα 'δινα σημασία

κι αγνοώντας τους θα επέστρεφα 

να συνεχίσω το θεάρεστο έργο μου

απ' το σημείο της βολής

(Όχι της βολής μου. Αυτό ποτέ!! )

 

Οι φύλακες κι οι αστυνόμοι

πίνοντας τον Φρέντο τον εσπρέσο

θα με κοιτούσαν ατάραχα

πίσω απ' του ηλίου τα γυαλιά

τα μπεγλέρια τους χτυπώντας

περιμένοντας να αστοχήσω

διεμβολίζοντας τουρίστα

Αμ δε!!

τα βέλη μου ανθρώπους δεν χτυπάνε

(Ηλίθιοι!)

μόνο μνημεία

Τι κι αν δε θα τα γκρεμίσω ποτέ

αυτή η συνθήκη δε με πτοεί

Είναι ήδη μάζες άμορφες στο μυαλό μου

και δηλώνω ρητά 

πως δε βρίσκεται ούτε μία πέτρα πάνω σε άλλη

 

Εγώ βγήκα απλώς,

να πάρω λίγο αέρα

και να λιαστώ 


.......

13/3/21

ΕΡΑΣΜΙΑ ΚΑΙ ΜΑΘΙΟΣ

(οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν πάνω στη μελωδία του παραδοσιακού Κασσιώτικου κομματιού "Αφούσης").  

   

                                            ✺

   Μια ιστορία θα σας πω που την έμαθα κι εγώ
   μια ιστορία θα σας πω για τον παππού μου τον Μαθιό

   και για ένα κοριτσάκι που 'ταν απ’ το Αμπελάκι
   Ερασμία και Μαθιό την ιστορία ξεκινώ
 
                                       ◈    

                        
    η Ερασμία τέσσερα να χαρώ να το χαρώ (2)
 
    κι ο Μαθιός ήταν εφτά από μάνα ορφανά
    να φύγουνε απ' του κυρού του το 'χε βάλει με το νου του

                                       ◈

    την επάει στου Μαριού να χαρώ να το χαρώ (2)
 
    πέρασε τον Κουρταλιώτη μες στη νύχτα μες στα σκότη
    βρε Μαθιό μικρέ αντρά συλλογιέσαι που την πας

                                       ◈

    είχε κει μια συγγενή να το πω να μην το πω (2)

    και το είχε για καλλιά του να τη μεγαλώσει η θειά του
    βρε Μαθιό μου βρε μικιό πρόσεχε στο γυρισμό

                                      
 

    αυτή ‘χε στόματα να θρέψει να το πω να μην το πω (2)

    και πως να τη μεγαλώσει τι φαϊ για να της δώσει
    βρε Μαθιό μου έφυγες και μονάχη μ’ άφησες

                                      
 

    απ’ την πείνα έτρωγε να το πω πώς να το πω (2)

    και του τοίχου τον ασβέστη και του τοίχου τον ασβέστη
    και τη στάχτη απ’ το τζάκι πέθανε το κοριτσάκι

                                       
 

     η ιστορία που σας είπα απ το μυαλό μου δεν τη βρήκα (2)

     στο Ρέθυμνο στα χίλια ε- ννιακόσα δέκα έγινε
     η Ερασμία η μικρή του Μαθιού η αδελφή


.......

29/11/20

------------

Τα αστεία σου κομπιάσανε

όπως κατάπινες

και το τελευταίο χαλίκι.

Δεν έπρεπε όμως.

Έπρεπε απ’ την αρχή

να το ‘χεις πάρει αλλιώς.

Πληροφορίες – όμως.

Μηνύματα – όμως.

Τραπέζια – γέλια – όμως.

Τα ξέρεις όλα πια, με το σκοτεινό μάτι

εκείνου που έζεψαν στο κάρο.

Κι άν όχι όλα,

όσα απλά χρειάζονται.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Η ιστορία κάνει κύκλο.

Γράφει κύκλους αυλακιές,

χαρακώνει κύκλους

πάνω στο πετσί σου.

.......

24/10/20

~~~

Όταν η ώρα στάζει

σαν υγρασία ελάχιστη

δε βρίσκεις να πιαστείς

τότε το ταξίδι σου

χαράσσεται με σιγουριά

στα ψηλώματα, στο νερό

σαν κύμα έρχεται

σαν άνεμος κρύος

βορεινός, στα φύλλα

τίποτα δε μπορεί να φράξει

να ταράξει την ορμή του

.......

3/9/20

Χρυσή Κλωστή

Δες με στον ύπνο σου 

την Tετάρτη θα 'ρθω να σε βρω 

μαζί να υφάνουμε 

τη χρυσή κλωστή της αγάπης 

το μέλλον το είδα 

στη ράχη του μικρού ψαριού

κολυμπούσε αμέριμνο 

σε πηγή κρύσταλλο 

λικνιζόταν ατάραχο, 

αιωρούταν 

χόρευε στο σύμπαν

.......

24/8/20

Ο Μέγας Ραδιουργός

Το κουτί 
μην το ανοίγεις, μη 
ο ουρανός άλλαξε 
δεν είναι πια - 
άλλοι μαστίζουν τώρα 
το χώρο 
Ο Μέγας Ραδιουργός 
στρέφει πιστόλι πάνω του 
διατάσσει 
υποτάσσει 
παραχαράσσει 
Εσύ σκαθάρι 
σκάψε στο χώμα σου 
σύρε το θησαυρό σου 
τα σκεύη σου
Βάλε καθρέφτη νέο 
και νερό 
οι θύελλες μαίνονται 
οι πλημμύρες οργίζονται 
το χαλάζι 
ας εύρει δικαίως 
όσους αδίκως 
αμέλησαν
.......

2/8/20

Ένα ταξίδι, 7/20

Στο δρόμο αυτό που τράβηξα, μ΄ όσο θάρρος κι αν είχα
κανένας δε μου το 'ταξε πως θα 'βγω κερδισμένος.
Αν θα ΄ρθει πίκρα γη χαρά, κρέμεται σε μια τρίχα
μα είμαι στο δρόμο από παλιά με την καρδιά δοσμένος.

Σαν πάρω την απόφαση στην άκρη το τραβάω
κι όταν το λόγο θα τον πεις, τον είπες, και δε σβήνει
από μικρός το ριζικό μονάχος κυνηγάω
κι όλο μαζεύω δάκρυα σε αργυρό λαγήνι.

Ότι άξιζε, δεν άξιζε, κι ότι φτωχό, χρυσάφι
είναι ένα μάθημα πικρό που παίρνεις σαν λαθεύεις
πόθοι παλιοί που σβήσανε και μπήκανε στο ράφι
και μια ζωή που όσο κι αν ζεις, ποτέ δεν τη μαθαίνεις.
.......

22/7/20

ΔΥΟ ΧΑΪΚΟΥ

    
Mαύρο άτι

Μέσα στην νύχτα
κάλπαζε μαύρο άτι
Δεν το άκουσα

   

           *



Μικρό σκαθάρι


Μικρό σκαθάρι
στο μαύρο φτέρωμά σου
Κόκκινο και μωβ




.......

17/6/20

Το Αργυρό Δηνάριο

Μουσική για μας παίζουν πια άλλοι
λαμπρή, φλογερή, καλύτερη -
το δίχως άλλο

Εμείς πάλι παίρνουμε το αργυρό δηνάριο
και βγαίνουμε στους δρόμους περιχαρείς
παντού το δείχνουμε
διασχίζοντας τις διαβάσεις προσεκτικά
με το νου πάντα καρφωμένο
στην κακιά στιγμή, την αποφράδα ώρα

Την ανάποδη ώρα της άφιξης -
μιας άφιξης που θα καθρεφτίσει
μέσα μας, με μιας
κρύο γυαλιστερό, απύθμενο, βραχνό
.......